Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτωρ
συμπαιστής
συμπαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραβύω
συμπαραγγέλλω
View word page
συμπαθής
συμπαθής συμ-πᾰθής, ές παθεῖν sympathizing with, τινί Arist.: absol. sympathetic, Arist.
ShortDef
sympathizing with
Debugging
Headword:
συμπαθής
Headword (normalized):
συμπαθής
Headword (normalized/stripped):
συμπαθης
IDX:
30832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30867
Key:
sumpaqh/s
Data
{'content': 'συμπαθής\n συμ-πᾰθής, ές\n παθεῖν\n sympathizing with, τινί Arist.: absol. sympathetic, Arist.', 'key': 'sumpaqh/s'}