Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτωρ
συμπαιστής
συμπαίω
συμπανηγυρίζω
συμπαραβύω
View word page
συμπαθέω
συμπαθέω fut. ήσω to sympathise, Isocr., etc.
ShortDef
to sympathise
Debugging
Headword:
συμπαθέω
Headword (normalized):
συμπαθέω
Headword (normalized/stripped):
συμπαθεω
IDX:
30831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30866
Key:
sumpaqe/w
Data
{'content': 'συμπαθέω\n fut. ήσω\n to sympathise, Isocr., etc.', 'key': 'sumpaqe/w'}