Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτωρ
συμπαιστής
συμπαίω
συμπανηγυρίζω
View word page
συμπάθεια
συμπάθεια συμπάθεια, ἡ, fellow-feeling, sympathy, Arist.

ShortDef

fellow-feeling, sympathy

Debugging

Headword:
συμπάθεια
Headword (normalized):
συμπάθεια
Headword (normalized/stripped):
συμπαθεια
IDX:
30830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30865
Key:
sumpa/qeia

Data

{'content': 'συμπάθεια\n συμπάθεια, ἡ,\n fellow-feeling, sympathy, Arist.', 'key': 'sumpa/qeia'}