Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτωρ
συμπαιστής
συμπαίω
View word page
συμμύω
συμμύω fut. -μύσω to be shut up, to close, be closed, of wounds, Il.; συμμεμυκώς with closed eyes, Plat.
ShortDef
to be shut up, to close, be closed
Debugging
Headword:
συμμύω
Headword (normalized):
συμμύω
Headword (normalized/stripped):
συμμυω
IDX:
30829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30864
Key:
summu/w
Data
{'content': 'συμμύω\n fut. -μύσω\n to be shut up, to close, be closed, of wounds, Il.; συμμεμυκώς with closed eyes, Plat.', 'key': 'summu/w'}