Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
συμπαίκτωρ
συμπαιστής
View word page
συμμυέω
συμμυέω fut. ήσω to initiate together, Plut.

ShortDef

to initiate together

Debugging

Headword:
συμμυέω
Headword (normalized):
συμμυέω
Headword (normalized/stripped):
συμμυεω
IDX:
30828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30863
Key:
summue/w

Data

{'content': 'συμμυέω\n fut. ήσω\n to initiate together, Plut.', 'key': 'summue/w'}