Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
συμπαίζω
View word page
σύμμορφος
σύμμορφος σύμ-μορφος, ον, μορφή conformed to, c. gen., NTest.

ShortDef

conformed to

Debugging

Headword:
σύμμορφος
Headword (normalized):
σύμμορφος
Headword (normalized/stripped):
συμμορφος
IDX:
30826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30861
Key:
su/mmorfos

Data

{'content': 'σύμμορφος\n σύμ-μορφος, ον,\n μορφή\n conformed to, c. gen., NTest.', 'key': 'su/mmorfos'}