Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
συμπαιανίζω
συμπαιδεύω
View word page
συμμορφόομαι
συμμορφόομαι Pass. to be conformed to, τινι NTest.
ShortDef
to be conformed to
Debugging
Headword:
συμμορφόομαι
Headword (normalized):
συμμορφόομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμορφοομαι
IDX:
30825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30860
Key:
summorfo/omai
Data
{'content': 'συμμορφόομαι\n Pass. to be conformed to, τινι NTest.', 'key': 'summorfo/omai'}