Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
συμπαιανίζω
View word page
σύμμορος
σύμμορος σύμ-μορος, ον, united for purposes of taxation, Thuc.
ShortDef
united for purposes of taxation
Debugging
Headword:
σύμμορος
Headword (normalized):
σύμμορος
Headword (normalized/stripped):
συμμορος
IDX:
30824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30859
Key:
su/mmoros
Data
{'content': 'σύμμορος\n σύμ-μορος, ον,\n united for purposes of taxation, Thuc.', 'key': 'su/mmoros'}