Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
συμπαθία
View word page
συμμορία
συμμορία συμ-μορία, ἡ, μέρος a co-partnership or company: at Athens, after 377 B. C., the 1200 wealthiest citizens were divided into 20 συμμορίαι or companies, 2 in each tribe (φυλή) ; each being called on in its turn to discharge extraordinary expenses, Xen., Dem.

ShortDef

a co-partnership

Debugging

Headword:
συμμορία
Headword (normalized):
συμμορία
Headword (normalized/stripped):
συμμορια
IDX:
30823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30858
Key:
summori/a

Data

{'content': 'συμμορία\n συμ-μορία, ἡ,\n μέρος\n a co-partnership or company: at Athens, after 377 B. C., the 1200 wealthiest citizens were divided into 20 συμμορίαι or companies, 2 in each tribe (φυλή) ; each being called on in its turn to discharge extraordinary expenses, Xen., Dem.', 'key': 'summori/a'}