Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
συμπαθής
View word page
σύμμολπος
σύμμολπος σύμ-μολπος, ον, μολπή = συνῳδός, Eur.

ShortDef

singing along

Debugging

Headword:
σύμμολπος
Headword (normalized):
σύμμολπος
Headword (normalized/stripped):
συμμολπος
IDX:
30822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30857
Key:
su/mmolpos

Data

{'content': 'σύμμολπος\n σύμ-μολπος, ον,\n μολπή\n = συνῳδός, Eur.', 'key': 'su/mmolpos'}