Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
συμπαθέω
View word page
συμμίσγω
συμμίσγω = συμμίγνυμι, Hom., etc.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
συμμίσγω
Headword (normalized):
συμμίσγω
Headword (normalized/stripped):
συμμισγω
IDX:
30821
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30856
Key:
summi/sgw
Data
{'content': 'συμμίσγω\n = συμμίγνυμι, Hom., etc.', 'key': 'summi/sgw'}