Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
συμμύω
συμπάθεια
View word page
συμμισέω
συμμισέω fut. ήσω to join with in hating, Polyb.
ShortDef
to join with in hating
Debugging
Headword:
συμμισέω
Headword (normalized):
συμμισέω
Headword (normalized/stripped):
συμμισεω
IDX:
30820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30855
Key:
summise/w
Data
{'content': 'συμμισέω\n fut. ήσω\n to join with in hating, Polyb.', 'key': 'summise/w'}