Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
συμμυέω
View word page
συμμιμνήσκομαι
συμμιμνήσκομαι Pass. to bear in mind with, Dem.
ShortDef
to bear in mind with
Debugging
Headword:
συμμιμνήσκομαι
Headword (normalized):
συμμιμνήσκομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμιμνησκομαι
IDX:
30818
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30853
Key:
summimnh/skomai
Data
{'content': 'συμμιμνήσκομαι\n Pass. to bear in mind with, Dem.', 'key': 'summimnh/skomai'}