Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
συμμορφόομαι
σύμμορφος
συμμοχθέω
View word page
συμμιμητής
συμμιμητής συμ-μῑμητής, οῦ, ὁ, a joint-imitator, NTest.
ShortDef
a joint-imitator
Debugging
Headword:
συμμιμητής
Headword (normalized):
συμμιμητής
Headword (normalized/stripped):
συμμιμητης
IDX:
30817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30852
Key:
summimhth/s
Data
{'content': 'συμμιμητής\n συμ-μῑμητής, οῦ, ὁ,\n a joint-imitator, NTest.', 'key': 'summimhth/s'}