Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀντεγκαλέω
ἀντεικάζω
ἀντεῖπον
ἀντεισάγω
ἀντεκκλέπτω
ἀντεκκόπτω
ἀντεκπέμπω
ἀντεκπλέω
ἀντεκτείνω
ἀντεκτίθημι
ἀντεκτρέχω
ἀντελαύνω
ἀντελπίζω
ἀντεμβάλλω
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμπήγνυμαι
ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπρημι
ἀντέμφασις
ἀντενδίδωμι
ἀντεξάγω
View word page
ἀντεκτρέχω
ἀντεκτρέχω to sally out against, Xen.
ShortDef
to sally out against
Debugging
Headword:
ἀντεκτρέχω
Headword (normalized):
ἀντεκτρέχω
Headword (normalized/stripped):
αντεκτρεχω
IDX:
3084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n3085
Key:
a)ntektre/xw
Data
{'content': 'ἀντεκτρέχω\n to sally out against, Xen.', 'key': 'a)ntektre/xw'}