Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
σύμμορος
View word page
συμμιγής
συμμιγής συμ-μῐγής, ές μίγνυμι commingled, promiscuous, Soph., Eur., etc. c. dat. commingled with, Aesch.
ShortDef
commingled, promiscuous
Debugging
Headword:
συμμιγής
Headword (normalized):
συμμιγής
Headword (normalized/stripped):
συμμιγης
IDX:
30814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30849
Key:
summigh/s
Data
{'content': 'συμμιγής\n συμ-μῐγής, ές\n μίγνυμι\n commingled, promiscuous, Soph., Eur., etc.\n c. dat. commingled with, Aesch.', 'key': 'summigh/s'}