Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
συμμορία
View word page
σύμμιγα
σύμμιγα promiscuously with others, c. dat., Hdt.

ShortDef

promiscuously with

Debugging

Headword:
σύμμιγα
Headword (normalized):
σύμμιγα
Headword (normalized/stripped):
συμμιγα
IDX:
30813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30848
Key:
su/mmiga

Data

{'content': 'σύμμιγα\n promiscuously with others, c. dat., Hdt.', 'key': 'su/mmiga'}