Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
σύμμολπος
View word page
συμμηχανάομαι
συμμηχανάομαι fut. ήσομαι Dep. to help to provide or procure, Xen. to form plans with another, c. dat., Plut.
ShortDef
to help to provide
Debugging
Headword:
συμμηχανάομαι
Headword (normalized):
συμμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμηχαναομαι
IDX:
30812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30847
Key:
summhxana/omai
Data
{'content': 'συμμηχανάομαι\n fut. ήσομαι\n Dep. \n to help to provide or procure, Xen.\n to form plans with another, c. dat., Plut.', 'key': 'summhxana/omai'}