Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
συμμισέω
συμμίσγω
View word page
συμμητιάομαι
συμμητιάομαι Dep. to take counsel with or together, Il.

ShortDef

to take counsel with

Debugging

Headword:
συμμητιάομαι
Headword (normalized):
συμμητιάομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμητιαομαι
IDX:
30811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30846
Key:
summhtia/omai

Data

{'content': 'συμμητιάομαι\n Dep. to take counsel with or together, Il.', 'key': 'summhtia/omai'}