Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
σύμμιξις
View word page
συμμετρία
συμμετρία συμμετρία, ἡ, from συμμετρέω commensurability, Arist. symmetry, due proportion, Plat., etc.

ShortDef

commensurability

Debugging

Headword:
συμμετρία
Headword (normalized):
συμμετρία
Headword (normalized/stripped):
συμμετρια
IDX:
30809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30844
Key:
summetri/a

Data

{'content': 'συμμετρία\n συμμετρία, ἡ,\n from συμμετρέω\n commensurability, Arist.\n symmetry, due proportion, Plat., etc.', 'key': 'summetri/a'}