Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
συμμιμνήσκομαι
View word page
συμμέτρησις
συμμέτρησις from συμμετρέω συμμέτρησις, εως, commeasurement, Thuc.

ShortDef

commeasurement

Debugging

Headword:
συμμέτρησις
Headword (normalized):
συμμέτρησις
Headword (normalized/stripped):
συμμετρησις
IDX:
30808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30843
Key:
summe/trhsis

Data

{'content': 'συμμέτρησις\n from συμμετρέω\n συμμέτρησις, εως,\n commeasurement, Thuc.', 'key': 'summe/trhsis'}