Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
συμμιμητής
View word page
συμμετρέω
συμμετρέω fut. ήσω σύμμετρος to measure by comparison with another thing:—Pass., ἦμαρ συμμετρούμενον χρόνῳ this day measured by calculation of time, Soph. absol. to be commensurate with, Soph. οἷς ὁ βίος ξυνεμετρήθη who had their life measured out, Thuc. Mid. to measure for oneself, compute exactly, Hdt.; ξυνεμετρήσαντο τὸ τεῖχος ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων calculated its height by counting the courses of bricks, Thuc.

ShortDef

to measure by comparison with

Debugging

Headword:
συμμετρέω
Headword (normalized):
συμμετρέω
Headword (normalized/stripped):
συμμετρεω
IDX:
30807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30842
Key:
summetre/w

Data

{'content': 'συμμετρέω\n fut. ήσω\n σύμμετρος\n to measure by comparison with another thing:—Pass.,\n ἦμαρ συμμετρούμενον χρόνῳ this day measured by calculation of time, Soph.\n absol. to be commensurate with, Soph.\n οἷς ὁ βίος ξυνεμετρήθη who had their life measured out, Thuc.\n Mid. to measure for oneself, compute exactly, Hdt.; ξυνεμετρήσαντο τὸ τεῖχος ταῖς ἐπιβολαῖς τῶν πλίνθων calculated its height by counting the courses of bricks, Thuc.', 'key': 'summetre/w'}