Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
σύμμικτος
View word page
συμμέτοχος
συμμέτοχος συμμέτοχος, ον, partaking with another in a thing, the partner of another, NTest.

ShortDef

partaking with

Debugging

Headword:
συμμέτοχος
Headword (normalized):
συμμέτοχος
Headword (normalized/stripped):
συμμετοχος
IDX:
30806
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30841
Key:
summe/toxos

Data

{'content': 'συμμέτοχος\n συμμέτοχος, ον,\n partaking with another in a thing, the partner of another, NTest.', 'key': 'summe/toxos'}