Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
συμμείγνυμι
View word page
συμμετοικέω
συμμετοικέω fut. ήσω to emigrate along with another, c. dat., Plut.

ShortDef

to emigrate along with

Debugging

Headword:
συμμετοικέω
Headword (normalized):
συμμετοικέω
Headword (normalized/stripped):
συμμετοικεω
IDX:
30805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30840
Key:
summetoike/w

Data

{'content': 'συμμετοικέω\n fut. ήσω\n to emigrate along with another, c. dat., Plut.', 'key': 'summetoike/w'}