Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
συμμιγής
View word page
συμμετίσχω
συμμετίσχω = συμμετέχω, Soph.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
συμμετίσχω
Headword (normalized):
συμμετίσχω
Headword (normalized/stripped):
συμμετισχω
IDX:
30804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30839
Key:
summeti/sxw

Data

{'content': 'συμμετίσχω\n = συμμετέχω, Soph.', 'key': 'summeti/sxw'}