Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
σύμμιγα
View word page
συμμετεωρίζομαι
συμμετεωρίζομαι Pass. to be raised together, Strab.

ShortDef

to be raised together

Debugging

Headword:
συμμετεωρίζομαι
Headword (normalized):
συμμετεωρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμετεωριζομαι
IDX:
30803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30838
Key:
summetewri/zomai

Data

{'content': 'συμμετεωρίζομαι\n Pass. to be raised together, Strab.', 'key': 'summetewri/zomai'}