Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
συμμηχανάομαι
View word page
συμμετέχω
συμμετέχω fut. -μεθέξω to partake of a thing with others, take part in it with others, c. dat. pers. et gen. rei, Eur.; with gen. rei only, Eur., Xen.

ShortDef

to partake of a thing together with

Debugging

Headword:
συμμετέχω
Headword (normalized):
συμμετέχω
Headword (normalized/stripped):
συμμετεχω
IDX:
30802
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30837
Key:
summete/xw

Data

{'content': 'συμμετέχω\n fut. -μεθέξω\n to partake of a thing with others, take part in it with others, c. dat. pers. et gen. rei, Eur.; with gen. rei only, Eur., Xen.', 'key': 'summete/xw'}