Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
συμμητιάομαι
View word page
συμμεταχειρίζομαι
συμμεταχειρίζομαι Dep. to take charge of a thing with others, Isae.

ShortDef

take charge of along with

Debugging

Headword:
συμμεταχειρίζομαι
Headword (normalized):
συμμεταχειρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμεταχειριζομαι
IDX:
30801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30836
Key:
summetaxeiri/zomai

Data

{'content': 'συμμεταχειρίζομαι\n Dep. to take charge of a thing with others, Isae.', 'key': 'summetaxeiri/zomai'}