Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
σύμμετρος
View word page
συμμεταφέρω
συμμεταφέρω Pass. to be borne off together, Plut.

ShortDef

transfer at the same time

Debugging

Headword:
συμμεταφέρω
Headword (normalized):
συμμεταφέρω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταφερω
IDX:
30800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30835
Key:
summetafe/romai

Data

{'content': 'συμμεταφέρω\n Pass. to be borne off together, Plut.', 'key': 'summetafe/romai'}