Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
συμμέτρησις
συμμετρία
View word page
συμμεταπίπτω
συμμεταπίπτω fut. -πεσοῦμαι to change along with others, c. dat., Aeschin.
ShortDef
to change along with
Debugging
Headword:
συμμεταπίπτω
Headword (normalized):
συμμεταπίπτω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταπιπτω
IDX:
30799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30834
Key:
summetapi/ptw
Data
{'content': 'συμμεταπίπτω\n fut. -πεσοῦμαι\n to change along with others, c. dat., Aeschin.', 'key': 'summetapi/ptw'}