Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
συμμετρέω
View word page
συμμεταβάλλω
συμμεταβάλλω fut. -βαλῶ to change along with other things, τί τινι Anth., Plut.:—Pass. to change sides and take part with, τινί Aeschin. intr. in Act. to change with or together, Arist.

ShortDef

to change along with

Debugging

Headword:
συμμεταβάλλω
Headword (normalized):
συμμεταβάλλω
Headword (normalized/stripped):
συμμεταβαλλω
IDX:
30797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30832
Key:
summetaba/llw

Data

{'content': 'συμμεταβάλλω\n fut. -βαλῶ\n to change along with other things, τί τινι Anth., Plut.:—Pass. to change sides and take part with, τινί Aeschin.\n intr. in Act. to change with or together, Arist.', 'key': 'summetaba/llw'}