Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
συμμέτοχος
View word page
συμμεσουράνησις
συμμεσουράνησις συμ-μεσουράνησις, εως, οὐρᾰνός a being in the same meridian, Strab.
ShortDef
a being in the same meridian
Debugging
Headword:
συμμεσουράνησις
Headword (normalized):
συμμεσουράνησις
Headword (normalized/stripped):
συμμεσουρανησις
IDX:
30796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30831
Key:
summesoura/nhsis
Data
{'content': 'συμμεσουράνησις\n συμ-μεσουράνησις, εως,\n οὐρᾰνός\n a being in the same meridian, Strab.', 'key': 'summesoura/nhsis'}