Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
συμμετοικέω
View word page
συμμερίζω
συμμερίζω fut. σω to distribute in shares: Mid. to take share in or with, c. dat., NTest.

ShortDef

to distribute in shares

Debugging

Headword:
συμμερίζω
Headword (normalized):
συμμερίζω
Headword (normalized/stripped):
συμμεριζω
IDX:
30795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30830
Key:
summeri/zw

Data

{'content': 'συμμερίζω\n fut. σω\n to distribute in shares: Mid. to take share in or with, c. dat., NTest.', 'key': 'summeri/zw'}