Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
συμμετίσχω
View word page
συμμένω
συμμένω fut. μενῶ to hold together, keep together, Thuc., etc.: of treaties or agreements, to hold, continue, Hdt., Thuc.
ShortDef
to hold together, keep together
Debugging
Headword:
συμμένω
Headword (normalized):
συμμένω
Headword (normalized/stripped):
συμμενω
IDX:
30794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30829
Key:
summe/nw
Data
{'content': 'συμμένω\n fut. μενῶ\n to hold together, keep together, Thuc., etc.: of treaties or agreements, to hold, continue, Hdt., Thuc.', 'key': 'summe/nw'}