Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
συμμετεωρίζομαι
View word page
συμμελετάω
συμμελετάω fut. ήσω to exercise or practise with or together, Anth.
ShortDef
to exercise
Debugging
Headword:
συμμελετάω
Headword (normalized):
συμμελετάω
Headword (normalized/stripped):
συμμελεταω
IDX:
30793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30828
Key:
summeleta/w
Data
{'content': 'συμμελετάω\n fut. ήσω\n to exercise or practise with or together, Anth.', 'key': 'summeleta/w'}