Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
συμμετέχω
View word page
συμμεθίστημι
συμμεθίστημι to help in changing, 3rd sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάω) Strab. Pass., with aor2 et perf. act., to change places along with another, Plut.
ShortDef
to help in changing
Debugging
Headword:
συμμεθίστημι
Headword (normalized):
συμμεθίστημι
Headword (normalized/stripped):
συμμεθιστημι
IDX:
30792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30827
Key:
summeqi/sthmi
Data
{'content': 'συμμεθίστημι\n to help in changing, 3rd sg. συμμεθιστᾷ (from -ιστάω) Strab.\n Pass., with aor2 et perf. act., to change places along with another, Plut.', 'key': 'summeqi/sthmi'}