Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
συμμεταχειρίζομαι
View word page
συμμεθέπω
συμμεθέπω to sway jointly, Anth.
ShortDef
to sway jointly
Debugging
Headword:
συμμεθέπω
Headword (normalized):
συμμεθέπω
Headword (normalized/stripped):
συμμεθεπω
IDX:
30791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30826
Key:
summeqe/pw
Data
{'content': 'συμμεθέπω\n to sway jointly, Anth.', 'key': 'summeqe/pw'}