Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
συμμεταπίπτω
συμμεταφέρω
View word page
σύμμαχος
σύμμαχος σύμ-μᾰχος, ον, μάχη fighting along with, allied with, τινι Hdt., Attic: as Subst. an ally, and in pl. allies, Hdt., Attic of things, συμμάχῳ δορί Aesch.; νόμος σύμμαχος τῷ θέλοντι Hdt.; c. gen. rei, ἀρετὴ τῶν ἔργων σύμμαχος Xen.

ShortDef

fighting along with, allied with, ally

Debugging

Headword:
σύμμαχος
Headword (normalized):
σύμμαχος
Headword (normalized/stripped):
συμμαχος
IDX:
30790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30825
Key:
su/mmaxos

Data

{'content': 'σύμμαχος\n σύμ-μᾰχος, ον,\n μάχη\n fighting along with, allied with, τινι Hdt., Attic: as Subst. an ally, and in pl. allies, Hdt., Attic\n of things, συμμάχῳ δορί Aesch.; νόμος σύμμαχος τῷ θέλοντι Hdt.; c. gen. rei, ἀρετὴ τῶν ἔργων σύμμαχος Xen.', 'key': 'su/mmaxos'}