Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
συμμετακοσμέω
View word page
συμμαχίς
συμμαχίς συμμᾰχίς, ίδος, fem. of σύμμαχος allied, Thuc., Xen.; ξ. πόλις an allied state, Thuc.; also ἡ σ. (without πόλις) Thuc. = τὸ ξυμμαχικόν, the body of allies, Thuc.
ShortDef
allied
Debugging
Headword:
συμμαχίς
Headword (normalized):
συμμαχίς
Headword (normalized/stripped):
συμμαχις
IDX:
30788
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30823
Key:
summaxi/s
Data
{'content': 'συμμαχίς\n συμμᾰχίς, ίδος,\n fem. of σύμμαχος\n allied, Thuc., Xen.; ξ. πόλις an allied state, Thuc.; also ἡ σ. (without πόλις) Thuc.\n = τὸ ξυμμαχικόν, the body of allies, Thuc.', 'key': 'summaxi/s'}