Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
συμμεταβάλλω
View word page
συμμαχικός
συμμαχικός συμμᾰχικός, ή, όν σύμμαχος of or for alliance, θεοὶ ξ. the gods invoked at the making of an alliance, Thuc. τὸ συμμαχικόν, the auxiliaries, allied forces, Hdt., Thuc. a treaty of alliance, Thuc.: τὰ -κά matters respecting alliances, Xen. adv. -κῶς, like an ally, Isocr.

ShortDef

of or for alliance

Debugging

Headword:
συμμαχικός
Headword (normalized):
συμμαχικός
Headword (normalized/stripped):
συμμαχικος
IDX:
30787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30822
Key:
summaxiko/s

Data

{'content': 'συμμαχικός\n συμμᾰχικός, ή, όν\n σύμμαχος\n of or for alliance, θεοὶ ξ. the gods invoked at the making of an alliance, Thuc.\n τὸ συμμαχικόν, the auxiliaries, allied forces, Hdt., Thuc.\n a treaty of alliance, Thuc.: τὰ -κά matters respecting alliances, Xen.\n adv. -κῶς, like an ally, Isocr.', 'key': 'summaxiko/s'}