Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
συμμεσουράνησις
View word page
συμμαχία
συμμαχία συμμᾰχία, ἡ, an alliance offensive and defensive (opp. to an ἐπιμαχία, defensive), Hdt., etc.: συμμαχίαν ποιεῖσθαι πρός τινα Hdt.; τινί Thuc. generally, the duty of an ally, Aesch. = τὸ συμμαχικόν, the body of allies, Hdt., Thuc.: also, the country of oneʼs allies, Thuc. an allied or auxiliary force, Thuc., Xen.

ShortDef

an alliance offensive and defensive

Debugging

Headword:
συμμαχία
Headword (normalized):
συμμαχία
Headword (normalized/stripped):
συμμαχια
IDX:
30786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30821
Key:
summaxi/a

Data

{'content': 'συμμαχία\n συμμᾰχία, ἡ,\n an alliance offensive and defensive (opp. to an ἐπιμαχία, defensive), Hdt., etc.: συμμαχίαν ποιεῖσθαι πρός τινα Hdt.; τινί Thuc.\n generally, the duty of an ally, Aesch.\n = τὸ συμμαχικόν, the body of allies, Hdt., Thuc.: also, the country of oneʼs allies, Thuc.\n an allied or auxiliary force, Thuc., Xen.', 'key': 'summaxi/a'}