Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
συμμερίζω
View word page
συμμαχέω
συμμαχέω fut. ήσω σύμμαχος to be an ally, to be in alliance, Aesch., Thuc.:—generally, to help, aid, succour, τινί Soph., etc.:—Pass. to be assisted, Luc.

ShortDef

to be an ally, to be in alliance

Debugging

Headword:
συμμαχέω
Headword (normalized):
συμμαχέω
Headword (normalized/stripped):
συμμαχεω
IDX:
30785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30820
Key:
summaxe/w

Data

{'content': 'συμμαχέω\n fut. ήσω\n σύμμαχος\n to be an ally, to be in alliance, Aesch., Thuc.:—generally, to help, aid, succour, τινί Soph., etc.:—Pass. to be assisted, Luc.', 'key': 'summaxe/w'}