Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
συμμένω
View word page
συμμαστιγόω
συμμαστιγόω fut. ώσω to whip or lash along with or together, Luc.
ShortDef
to whip
Debugging
Headword:
συμμαστιγόω
Headword (normalized):
συμμαστιγόω
Headword (normalized/stripped):
συμμαστιγοω
IDX:
30784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30819
Key:
summastigo/w
Data
{'content': 'συμμαστιγόω\n fut. ώσω\n to whip or lash along with or together, Luc.', 'key': 'summastigo/w'}