Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
συμμεθίστημι
συμμελετάω
View word page
σύμμαρτυς
σύμμαρτυς -ῠς, ῠρος, ὁ, ἡ, a fellow-witness, Soph.
ShortDef
fellow-witness, joint-witness
Debugging
Headword:
σύμμαρτυς
Headword (normalized):
σύμμαρτυς
Headword (normalized/stripped):
συμμαρτυς
IDX:
30783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30818
Key:
summa/rtus
Data
{'content': 'σύμμαρτυς\n -ῠς, ῠρος, ὁ, ἡ,\n a fellow-witness, Soph.', 'key': 'summa/rtus'}