Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμβουλή
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
συμμεθέπω
View word page
συμμάρπτω
συμμάρπτω fut. ψω to seize or grasp together, Hom.

ShortDef

to seize

Debugging

Headword:
συμμάρπτω
Headword (normalized):
συμμάρπτω
Headword (normalized/stripped):
συμμαρπτω
IDX:
30781
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30816
Key:
summa/rptw

Data

{'content': 'συμμάρπτω\n fut. ψω\n to seize or grasp together, Hom.', 'key': 'summa/rptw'}