Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
σύμμαχος
View word page
συμμανθάνω
συμμανθάνω fut. -μαθήσομαι aor2 συνέμαθον to learn along with another, c. dat., Xen.: absol. to share in the knowledge of a thing, Soph.; ὁ συμμαθών one that is accustomed to a thing, Xen.

ShortDef

to learn along with

Debugging

Headword:
συμμανθάνω
Headword (normalized):
συμμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
συμμανθανω
IDX:
30780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30815
Key:
summanqa/nw

Data

{'content': 'συμμανθάνω\n fut. -μαθήσομαι\n aor2 συνέμαθον\n to learn along with another, c. dat., Xen.: absol. to share in the knowledge of a thing, Soph.; ὁ συμμαθών one that is accustomed to a thing, Xen.', 'key': 'summanqa/nw'}