Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
συμμάχομαι
View word page
συμμαίνομαι
συμμαίνομαι aor. συνεμάνην intr. perf. act. συμμέμηνα Pass., to be mad together, join in madness, τινι with one, Luc.

ShortDef

to be mad together, join in madness

Debugging

Headword:
συμμαίνομαι
Headword (normalized):
συμμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
συμμαινομαι
IDX:
30779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30814
Key:
summai/nomai

Data

{'content': 'συμμαίνομαι\n aor. συνεμάνην\n intr. perf. act. συμμέμηνα\n Pass., to be mad together, join in madness, τινι with one, Luc.', 'key': 'summai/nomai'}