Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

συμβουλευτέος
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
συμμαχικός
συμμαχίς
View word page
συμμαθητής
συμμαθητής συμ-μᾰθητής, οῦ, ὁ, a fellow-disciple, Plat.

ShortDef

a fellow-disciple

Debugging

Headword:
συμμαθητής
Headword (normalized):
συμμαθητής
Headword (normalized/stripped):
συμμαθητης
IDX:
30778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30813
Key:
summaqhth/s

Data

{'content': 'συμμαθητής\n συμ-μᾰθητής, οῦ, ὁ,\n a fellow-disciple, Plat.', 'key': 'summaqhth/s'}