Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
συμμαχία
View word page
συμβύω
συμβύω fut. ύσω to cram or huddle together, Ar.
ShortDef
to cram
Debugging
Headword:
συμβύω
Headword (normalized):
συμβύω
Headword (normalized/stripped):
συμβυω
IDX:
30776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30811
Key:
sumbu/w
Data
{'content': 'συμβύω\n fut. ύσω\n to cram or huddle together, Ar.', 'key': 'sumbu/w'}