Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σύμβολον
σύμβολος
συμβούλευμα
συμβουλευτέος
συμβουλευτικός
συμβουλεύω
συμβουλή
συμβουλία
συμβούλιον
συμβούλομαι
σύμβουλος
συμβύω
σύμβωμος
συμμαθητής
συμμαίνομαι
συμμανθάνω
συμμάρπτω
συμμαρτυρέω
σύμμαρτυς
συμμαστιγόω
συμμαχέω
View word page
σύμβουλος
σύμβουλος σύμ-βουλος, ὁ, βουλή an adviser, counsellor, Hdt., Soph., etc.; as fem., Xen.:—c. gen. pers. oneʼs adviser, Aesch., etc.; also, σ. τινι Ar., etc.:—but c. gen. rei, σ. λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε be my counsellors in this matter, Aesch.; also, περί or ὑπέρ τινος Aesch., Isocr.:— ξύμβουλός εἰμι συμβουλεύω, to advise, c. inf., Aesch.

ShortDef

an adviser, counsellor

Debugging

Headword:
σύμβουλος
Headword (normalized):
σύμβουλος
Headword (normalized/stripped):
συμβουλος
IDX:
30775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n30810
Key:
su/mboulos

Data

{'content': 'σύμβουλος\n σύμ-βουλος, ὁ,\n βουλή\n an adviser, counsellor, Hdt., Soph., etc.; as fem., Xen.:—c. gen. pers. oneʼs adviser, Aesch., etc.; also, σ. τινι Ar., etc.:—but c. gen. rei, σ. λόγου τοῦδέ μοι γένεσθε be my counsellors in this matter, Aesch.; also, περί or ὑπέρ τινος Aesch., Isocr.:— ξύμβουλός εἰμι συμβουλεύω, to advise, c. inf., Aesch.', 'key': 'su/mboulos'}